ἐπενδύνει

ἐπενδύνει
ἐπενδύ̱νει , ἐπενδύνω
put on over
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπενδύ̱νει , ἐπενδύνω
put on over
pres ind mp 2nd sg
ἐπενδύ̱νει , ἐπενδύνω
put on over
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ερίνεος — Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου κατά την αρχαιότητα. Προέρχεται ετυμολογικά από το δέντρο ερινεός (συκιά). 1. Δωρική πόλη, μεταξύ Βοιού και Σπερχειού, μία από τις τρεις που έχτισαν οι Καδμείοι μετά την εκδίωξή τους από τη Θήβα από τους Επίγονους. 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”